επαμμενω

επαμμενω
    ἐπαμμένω
    ἐπ-αμμένω
    Aesch. = ἐπαναμένω См. επαναμενω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επαμμενω" в других словарях:

  • επαμμένω — ἐπαμμένω (Α) ποιητ. τ. αντί επαναμένω περιμένω επιπλέον («ἀλλά μοι τορῶς τεκμήριον ὅ, τι μ ἐπαμμένει παθεῑν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + μένω] …   Dictionary of Greek

  • επαναμένω — ἐπαναμένω και ποιητ. τ. ἐπαμμένω (Α) 1. περιμένω για πολύ, αναμένω επί πλέον («ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῑοι διατρίβοντες», Ηρόδ.) 2. απλώς, περιμένω κάποιον και απρόσ. ἐπαμμένει («ὅ, τι μ ἐπαμμένει παθεῑν» ό,τι με περιμένει να πάθω, να υποφέρω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»